μολυβδοχόος

μολυβδοχόος
ο (Α μολυβδοχόος και μολιβδοχόος)
αυτός που τήκει μόλυβδο και τόν χύνει σε ρευστή κατάσταση σε καλούπια για κατασκευή διαφόρων αντικειμένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + -χόος (< χέω «χύνω»), πρβλ. οινο-χόος, χρυσο-χόος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μολιβδοχόος — μολιβδοχόος, ὁ (Α) βλ. μολυβδοχόος …   Dictionary of Greek

  • μολυβδοχοΐα — η (Α μολυβδοχοΐα) [μολυβδοχόος] η τέχνη τής χύτευσης και κατεργασίας τού μολύβδου …   Dictionary of Greek

  • μολυβδοχοώ — μολυβδοχοῶ και μολιβδοχοῶ, έω (Α) [μολυβδοχόος] 1. κατεργάζομαι, λειώνω, τήκω τον μόλυβδο 2. στερεώνω κάτι με λειωμένο μόλυβδο, όπως π.χ. ανδριάντα σε βάθρο …   Dictionary of Greek

  • μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”